- ἐπικάμνω
- ἐπι-κάμνω, sich danach um etwas bekümmern, Sorge machen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικάμνω — ἐπικάμνω (Α) στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek